- πρωτολόγος
- -ον, Α1. αυτός που αγορεύει πρώτος σε δικαστήριο2. (κατ' επέκτ.) ο πρωταγωνιστής3. φρ. «ὁ πρωτολόγος ἄρχων» — ο κυβερνήτης τής Αφροδισιάδος, πόλης τής Τραχείας Κιλικίας και τής Καρίας κοντά στα σύνορα με τη Λυδία και τη Φρυγία, και τού Ικονίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.